τσιμεντάρισμα

τσιμεντάρισμα
το цементирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσιμεντάρισμα" в других словарях:

  • τσιμεντάρισμα — το ατος, επίστρωση ή βούλωμα με τσιμέντο: Τσιμεντάρισμα της αυλής. – Τσιμεντάρισμα της τρύπας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμεντάρισμα — το, Ν [τσιμεντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»